βιοπαλαιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βιοπαλαιστής | οι | βιοπαλαιστές |
| γενική | του | βιοπαλαιστή | των | βιοπαλαιστών |
| αιτιατική | τον | βιοπαλαιστή | τους | βιοπαλαιστές |
| κλητική | βιοπαλαιστή | βιοπαλαιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιοπαλαιστής < βιο- + παλαιστής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική (αργκό) struggle-for-lifeur < αγγλική (αργκό) struggle-for-lifer)
Μεταφράσεις
βιοπαλαιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.