παλαίτυπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαίτυπος η παλαίτυπη το παλαίτυπο
      γενική του παλαίτυπου της παλαίτυπης του παλαίτυπου
    αιτιατική τον παλαίτυπο την παλαίτυπη το παλαίτυπο
     κλητική παλαίτυπε παλαίτυπη παλαίτυπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαίτυποι οι παλαίτυπες τα παλαίτυπα
      γενική των παλαίτυπων των παλαίτυπων των παλαίτυπων
    αιτιατική τους παλαίτυπους τις παλαίτυπες τα παλαίτυπα
     κλητική παλαίτυποι παλαίτυπες παλαίτυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παλαίτυπος < αρχαία ελληνική πάλαι + τυπόω / τυπῶ < τύπος < τύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teu-p- (χτυπώ)

Επίθετο

παλαίτυπος, -η, -ο

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • Συνήθως παλαίτυπος λέγεται αν έχει τυπωθεί από το 1500 ως το 1600. Αν έχει τυπωθεί πριν από το 1500, συνήθως λέγεται αρχέτυπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.