παλαίτυπο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παλαίτυπο | τα | παλαίτυπα |
| γενική | του | παλαίτυπου & παλαιτύπου |
των | παλαίτυπων & παλαιτύπων |
| αιτιατική | το | παλαίτυπο | τα | παλαίτυπα |
| κλητική | παλαίτυπο | παλαίτυπα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλαίτυπο < ουδέτερο του παλαίτυπος < αρχαία ελληνική πάλαι + τυπόω / τυπῶ < τύπος < τύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teu-p- (χτυπώ)
Ουσιαστικό
παλαίτυπο ουδέτερο
- (τυπογραφία) βιβλίο που έχει τυπωθεί παλαιά, στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας
Συγγενικά
- παλαίτυπος
- → δείτε τις λέξεις παλαιός και τύπος
Σημειώσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.