αποξέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποξέω < ελληνιστική κοινή ἀποξέω < αρχαία ελληνική ἀπό + ξέω

Ρήμα

αποξέω

  1. ξύνω κάτι (μια επιφάνεια) και έτσι το αφαιρώ
  2. (ιατρική) κάνω απόξεση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.