παλίμψηστο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλίμψηστο τα παλίμψηστα
      γενική του παλίμψηστου των παλίμψηστων
    αιτιατική το παλίμψηστο τα παλίμψηστα
     κλητική παλίμψηστο παλίμψηστα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλίμψηστο < ελληνιστική κοινή παλίμψηστον, ουδέτερο του παλίμψηστος < (αρχαία ελληνική πάλιν) παλίμ- + ψάω

Ουσιαστικό

παλίμψηστο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.