πακτωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πακτωτής | οι | πακτωτές |
| γενική | του | πακτωτή | των | πακτωτών |
| αιτιατική | τον | πακτωτή | τους | πακτωτές |
| κλητική | πακτωτή | πακτωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ktoˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐κτω‐τής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πακτώνω
Μεταφράσεις
πακτωτής
|
|
Αναφορές
- πακτωτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πακτωτής | οἱ | πακτωταί | ||||
| γενική | τοῦ | πακτωτοῦ | τῶν | πακτωτῶν | ||||
| δοτική | τῷ | πακτωτῇ | τοῖς | πακτωταῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | πακτωτήν | τοὺς | πακτωτᾱ́ς | ||||
| κλητική ὦ! | πακτωτᾰ́ | πακτωταί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πακτωτᾱ́ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πακτωταῖν | ||||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πακτωτής < → λείπει η ετυμολογία
- πακτωτήριο (νέα ελληνικά)
Πηγές
- πακτωτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.