πακτωνίτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πακτωνίτης οἱ πακτωνῖται
      γενική τοῦ πακτωνίτου τῶν πακτωνιτῶν
      δοτική τῷ πακτωνίτ τοῖς πακτωνίταις
    αιτιατική τὸν πακτωνίτην τοὺς πακτωνίτᾱς
     κλητική ! πακτωνῖτ πακτωνῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πακτωνίτ
γεν-δοτ τοῖν  πακτωνίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πακτωνίτης < πάκτων, πάκτων(ος) + -ίτης

Ουσιαστικό

πακτωνίτης αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.