παιγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιγμένος η παιγμένη το παιγμένο
      γενική του παιγμένου της παιγμένης του παιγμένου
    αιτιατική τον παιγμένο την παιγμένη το παιγμένο
     κλητική παιγμένε παιγμένη παιγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιγμένοι οι παιγμένες τα παιγμένα
      γενική των παιγμένων των παιγμένων των παιγμένων
    αιτιατική τους παιγμένους τις παιγμένες τα παιγμένα
     κλητική παιγμένοι παιγμένες παιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /peɣˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παιγμένος

Μετοχή

παιγμένος, -η, -ο

Παράγωγα

Συγγενικά

  • παιζόμενος
  •  και δείτε τη λέξη παίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.