παιγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παιγμένος | η | παιγμένη | το | παιγμένο |
| γενική | του | παιγμένου | της | παιγμένης | του | παιγμένου |
| αιτιατική | τον | παιγμένο | την | παιγμένη | το | παιγμένο |
| κλητική | παιγμένε | παιγμένη | παιγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παιγμένοι | οι | παιγμένες | τα | παιγμένα |
| γενική | των | παιγμένων | των | παιγμένων | των | παιγμένων |
| αιτιατική | τους | παιγμένους | τις | παιγμένες | τα | παιγμένα |
| κλητική | παιγμένοι | παιγμένες | παιγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /peɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παιγ‐μέ‐νος
Μετοχή
παιγμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παίζω
- ↪ένα θεατρικό έργο παιγμένο από σπουδαίους ηθοποιούς.
- ↪ Είναι παιγμένη η παρτίδα; Θέλω να ποντάρω, έχω τύχη στο πόκερ.
Παράγωγα
- κακοπαιγμένος
- καλοπαιγμένος
- πολυπαιγμένος
- χιλιοπαιγμένος
Συγγενικά
- παιζόμενος
- → και δείτε τη λέξη παίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.