χιλιοπαιγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιλιοπαιγμένος | η | χιλιοπαιγμένη | το | χιλιοπαιγμένο |
| γενική | του | χιλιοπαιγμένου | της | χιλιοπαιγμένης | του | χιλιοπαιγμένου |
| αιτιατική | τον | χιλιοπαιγμένο | τη | χιλιοπαιγμένη | το | χιλιοπαιγμένο |
| κλητική | χιλιοπαιγμένε | χιλιοπαιγμένη | χιλιοπαιγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιλιοπαιγμένοι | οι | χιλιοπαιγμένες | τα | χιλιοπαιγμένα |
| γενική | των | χιλιοπαιγμένων | των | χιλιοπαιγμένων | των | χιλιοπαιγμένων |
| αιτιατική | τους | χιλιοπαιγμένους | τις | χιλιοπαιγμένες | τα | χιλιοπαιγμένα |
| κλητική | χιλιοπαιγμένοι | χιλιοπαιγμένες | χιλιοπαιγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.ʎo.peɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐λιο‐παιγ‐μέ‐νος
Μετοχή
χιλιοπαιγμένος
- (μεταφορικά) που έχει παιχτεί χιλιάδες φορές, πάρα πολλές φορές
- ↪ η «Κάρμεν» είναι χιλιοπαιγμένη όπερα
Συνώνυμα
- πολυπαιγμένος
Μεταφράσεις
χιλιοπαιγμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.