παθιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παθιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παθιάζω/παθιάζομαι
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παθιασμένος | η | παθιασμένη | το | παθιασμένο |
| γενική | του | παθιασμένου | της | παθιασμένης | του | παθιασμένου |
| αιτιατική | τον | παθιασμένο | την | παθιασμένη | το | παθιασμένο |
| κλητική | παθιασμένε | παθιασμένη | παθιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παθιασμένοι | οι | παθιασμένες | τα | παθιασμένα |
| γενική | των | παθιασμένων | των | παθιασμένων | των | παθιασμένων |
| αιτιατική | τους | παθιασμένους | τις | παθιασμένες | τα | παθιασμένα |
| κλητική | παθιασμένοι | παθιασμένες | παθιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
παθιασμένος - η - ο
- που παθιάζεται με κάτι, που κάνει κάτι με πάθος
- παθιασμένος άνθρωπος
- που γίνεται με ένταση και με πάθος
- παθιασμένο φιλί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.