παθιασμένα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
παθιασμένα
<
παθιασμένος
<
παθιάζομαι
Επίρρημα
παθιασμένα
με
πάθος
,
ένταση
,
λαχτάρα
,
φανατισμό
Συγγενικά
παθητικός
πάθος
πάσχω
Μεταφράσεις
παθιασμένα
αγγλικά
:
passionately
(en)
γαλλικά
:
passionnément
(fr)
Κλιτικός τύπος μετοχής
παθιασμένα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
παθιασμένα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.