frozen
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | frozen |
| συγκριτικός | more frozen |
| υπερθετικός | most frozen |
frozen (en)
- κατεψυγμένος, για τρόφιμα διατηρημένα με τη μέθοδο της κατάψυξης
- ↪ frozen pizzas - κατεψυγμένες πίτσες
- παγωμένος, για άτομα ή μέρη του σώματος που κρυώνουν πολύ
- ↪ My hands are frozen.
- Τα χέρια μου είναι παγωμένα.
- ↪ My hands are frozen.
- παγωμένος, για ποτάμια, λίμνες κτλ. που έχουν ένα στρώμα πάγου στην επιφάνεια
- ↪ They slid over the frozen lake.
- Γλιστρούσαν πάνω στα παγωμένα νερά της λίμνης.
- ↪ They slid over the frozen lake.
- παγωμένος, που κρυώνει τόσο πολύ που έχει γίνει πολύ άκαμπτο
- ↪ frozen ground - παγωμένο έδαφος
- παγωμένος, κεραυνοβολημένος, που μένει ακίνητος από μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη ή άλλο έντονο συναίσθημα
- ↪ We watched, frozen, the television images of the collapse of the twin towers.
- Παρακολουθήσαμε παγωμένοι τις τηλεοπτικές εικόνες από την κατάρρευση των δίδυμων πύργων.
- ↪ Even the journalists stood frozen in front of the horrid sight.
- Ακόμη και οι δημοσιογράφοι στάθηκαν κεραυνοβολημένοι μπροστά στο φριχτό θέαμα.
- ↪ We watched, frozen, the television images of the collapse of the twin towers.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.