παίδευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παίδευση οι παιδεύσεις
      γενική της παίδευσης* των παιδεύσεων
    αιτιατική την παίδευση τις παιδεύσεις
     κλητική παίδευση παιδεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παιδεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παίδευση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παίδευ(σις) < -ση < παιδεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpe.ðef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παίδευση

Ουσιαστικό

παίδευση θηλυκό

  1. (λόγιο) η αγωγή, ο τρόπος διαπαιδαγώγησης
  2. (λόγιο) η μόρφωση, η καλλιέργεια ενός ανθρώπου

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.