παιδεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

παιδεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παιδεύω
  2. θα παιδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παιδεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παιδεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παίδευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.