προπαίδευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προπαίδευση οι προπαιδεύσεις
      γενική της προπαίδευσης* των προπαιδεύσεων
    αιτιατική την προπαίδευση τις προπαιδεύσεις
     κλητική προπαίδευση προπαιδεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προπαιδεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προπαίδευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προπαίδευ(σις) + -ση. Μορφολογικά, προ- + παίδευση

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈpe.ðef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προπαίδευση

Ουσιαστικό

προπαίδευση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις προπαιδεύω, παιδεύω και παιδεία

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.