τηλεκπαίδευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεκπαίδευση οι τηλεκπαιδεύσεις
      γενική της τηλεκπαίδευσης των τηλεκπαιδεύσεων
    αιτιατική την τηλεκπαίδευση τις τηλεκπαιδεύσεις
     κλητική τηλεκπαίδευση τηλεκπαιδεύσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηλεκπαίδευση: νεολογισμός του 21ου αιώνα < τηλ(ε)- + εκπαίδευση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική teletraining

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.lekˈpe.ðef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τηλεκπαίδευση

Ουσιαστικό

τηλεκπαίδευση θηλυκό

Συνώνυμα

Παράγωγα

  • τηλεκπαιδευτικός

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.