συνεκπαίδευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνεκπαίδευση | οι | συνεκπαιδεύσεις |
| γενική | της | συνεκπαίδευσης* | των | συνεκπαιδεύσεων |
| αιτιατική | τη | συνεκπαίδευση | τις | συνεκπαιδεύσεις |
| κλητική | συνεκπαίδευση | συνεκπαιδεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συνεκπαιδεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνεκπαίδευση < συνεκπαιδεύω
Ουσιαστικό
συνεκπαίδευση θηλυκό
- η εκπαίδευση από κοινού, η κοινή εκπαίδευση
- συνεκπαίδευση αστυνομικών των δύο κρατών
- συνεκπαίδευση παιδιών με και χωρίς ειδικές ανάγκες μάθησης
- ισότιμη συνεκπαίδευση
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συνεκπαίδευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.