παίδευσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παίδευσῐς αἱ παιδεύσεις
      γενική τῆς παιδεύσεως τῶν παιδεύσεων
      δοτική τῇ παιδεύσει ταῖς παιδεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παίδευσῐν τὰς παιδεύσεις
     κλητική ! παίδευσῐ παιδεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιδεύσει
γεν-δοτ τοῖν  παιδευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παίδευσις < παιδεύ(ω) + -σις

Ουσιαστικό

παίδευσις θηλυκό

  1. η αγωγή, η εκπαίδευση
  2. λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.