μετεκπαίδευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετεκπαίδευση | οι | μετεκπαιδεύσεις |
| γενική | της | μετεκπαίδευσης* | των | μετεκπαιδεύσεων |
| αιτιατική | τη | μετεκπαίδευση | τις | μετεκπαιδεύσεις |
| κλητική | μετεκπαίδευση | μετεκπαιδεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μετεκπαιδεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετεκπαίδευση < μετ- + εκπαίδευση
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.tekˈpe.ðef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τεκ‐παί‐δευ‐ση
Ουσιαστικό
μετεκπαίδευση θηλυκό
- (εκπαίδευση) οργανωμένη και ειδική εκπαίδευση (π.χ. μεταπτυχιακές σπουδές) που πραγματοποιείται μετά το πέρας των κανονικών σπουδών ως συμπλήρωμά τους
- ↪ Η μετεκπαίδευση των δασκάλων γινόταν παλαιότερα στο Διδασκαλείο τού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μετεκπαιδεύω, μετά, εκπαιδεύω και παιδί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.