πίρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πίρος | οι | πίροι |
| γενική | του | πίρου | των | πίρων |
| αιτιατική | τον | πίρο | τους | πίρους |
| κλητική | πίρε | πίροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πίροι διάφορων ειδών
Ετυμολογία
- πίρος < από ιταλική διάλεκτο (piro) + -ς, πιθανό αντιδάνειο εάν θεωρηθεί ότι ανάγεται στη λατινική epiurus < αρχαία ελληνική ἐπίουρος < ἐπί + οὖρος[1]
Ουσιαστικό
πίρος αρσενικό
- ξύλινος ή μεταλλικός κύλινδρος που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση εξαρτημάτων ενός μηχανισμού ή μιας κατασκευής
- το ξύλινο πώμα ενός βαρελιού
- στρόφιγγα σε βαρέλι κρασιού
- (φυτό) γένος φυτών της οικογένειας των ροδοειδών, όπως Πίρος ο κοινός (απιδιά)
Συγγενικά
- πιράκι
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.