απιδιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απιδιά | οι | απιδιές |
| γενική | της | απιδιάς | των | απιδιών |
| αιτιατική | την | απιδιά | τις | απιδιές |
| κλητική | απιδιά | απιδιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απιδιά < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀπιδιά < ἀπιδέα < (ελληνιστική κοινή) ἀπίδιον < αρχαία ελληνική ἄπιον (αχλάδι) < ἄπιος (αχλαδιά)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη απίδι
Μεταφράσεις
απιδιά
|
→ δείτε τη λέξη αχλαδιά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.