μπουλόνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουλόνι τα μπουλόνια
      γενική του μπουλονιού των μπουλονιών
    αιτιατική το μπουλόνι τα μπουλόνια
     κλητική μπουλόνι μπουλόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μακρόστενο μπουλόνι με μικρό παξιμάδι για σύσφιξη.

Ετυμολογία

μπουλόνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική boulon + [1]

Ουσιαστικό

μπουλόνι ουδέτερο

  • (μηχανολογία) ειδικό μεταλλικό κυλινδρικό στέλεχος με σπείρωμα που συνδέει μέρη μηχανισμού, όπως π.χ. ζάντες οχημάτων

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.