μπουλόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπουλόνι | τα | μπουλόνια |
| γενική | του | μπουλονιού | των | μπουλονιών |
| αιτιατική | το | μπουλόνι | τα | μπουλόνια |
| κλητική | μπουλόνι | μπουλόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μακρόστενο μπουλόνι με μικρό παξιμάδι για σύσφιξη.
Ετυμολογία
- μπουλόνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική boulon + -ι [1]
Ουσιαστικό
μπουλόνι ουδέτερο
- (μηχανολογία) ειδικό μεταλλικό κυλινδρικό στέλεχος με σπείρωμα που συνδέει μέρη μηχανισμού, όπως π.χ. ζάντες οχημάτων
Μεταφράσεις
μπουλόνι
|
|
Αναφορές
- μπουλόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.