βλήτρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βλήτρο τα βλήτρα
      γενική του βλήτρου των βλήτρων
    αιτιατική το βλήτρο τα βλήτρα
     κλητική βλήτρο βλήτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλήτρο < αρχαία ελληνική βλῆτρον

Ουσιαστικό

βλήτρο ουδέτερο

  1. κυλινδρικό στέλεχος, συνήθως από μέταλλο και σπανιότερα από άλλο υλικό, με πεπλατυσμένη την μία άκρη του και ελικώσεις στον κορμό, που χρησιμοποιείται για συνδέσεις, στερεώσεις και συναρμολογήσεις
     συνώνυμα: βίδα· παρεμφερείς όροι: πριτσίνι (χωρίς ελικώσεις)
  2. βέργα οπλισμού που συνδέει δύο στοιχεία οπλισμένου σκυροδέματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.