πάστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πάστρα | οι | πάστρες |
| γενική | της | πάστρας | — | |
| αιτιατική | την | πάστρα | τις | πάστρες |
| κλητική | πάστρα | πάστρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάστρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πάστρα < σπάστρα < σπαστρεύω (αναδρομικός σχηματισμός) < *σπαρτεύω [1] < αρχαία ελληνική σπάρτον [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpa.stɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐στρα
Ουσιαστικό
πάστρα θηλυκό
- η καθαριότητα
- ※ Ξύπνησα σ' ένα δωμάτιο που έλαμπε από πάστρα και ήλιο. (Αντώνης Σουρούνης (1985) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
πάστρα
|
Αναφορές
- πάστρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παστρεύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πάστρα < σπάστρα < σπαστρεύω (αναδρομικός σχηματισμός) < *σπαρτεύω [1] < αρχαία ελληνική σπάρτον [2]
Αναφορές
- πάστρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παστρεύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.