πάππος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάππος οι πάπποι
      γενική του πάππου των πάππων
    αιτιατική τον πάππο τους πάππους
     κλητική πάππε πάπποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάππος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάππος [1] Δείτε και παππούς

Ουσιαστικό

πάππος αρσενικό

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈpos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάππος

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πάππος οἱ πάπποι
      γενική τοῦ πάππου τῶν πάππων
      δοτική τῷ πάππ τοῖς πάπποις
    αιτιατική τὸν πάππον τοὺς πάππους
     κλητική ! πάππε πάπποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πάππω
γεν-δοτ τοῖν  πάπποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάππος < (στην παιδική γλώσσα)

Ουσιαστικό

πάππος αρσενικό

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη πάππας και

  • ἄπαππος
  • ἀποπαππόομαι
  • ἀπόπαππος
  • ἐκπαππόομαι
  • ἔκπαππος
  • ἐπίπαππος
  • ὁλόπαππος
  • παππασμός
  • παππάζω
  • παππεπίπαππος
  • πάππης
  • παππίας
  • παππίδιον
  • παππίης
  • παππικός
  • παπποκτόνος
  • Πάππος
  • παπποσπέρματα
  • παπποφόνος
  • παππώδης
  • παππωνυμικῶς
  • παππῷος
  • προπαππικός
  • πρόπαππος
  • τρίπαππος
  • φιλόπαππος
  • Φιλόπαππος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.