Πάππος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πάππος οι Πάπποι
      γενική του Πάππου των Πάππων
    αιτιατική τον Πάππο τους Πάππους
     κλητική Πάππο Πάπποι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πάππος < πάππος

Κύριο όνομα

Πάππος αρσενικό (θηλυκό Πάππου)

Μεταγραφές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Πάππος < αρχαία ελληνική πάππος

Κύριο όνομα

Πάππος, -ου αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.