παππάζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παππάζω < πάππ(ας) + -άζω

Ρήμα

παππάζω

  1. προσφωνώ τον πατέρα χαϊδευτικά (όπως στα νέα ελληνικά, «μπαμπά» αντί «πατέρα»)
  2. μιλάω με παιδιάστικο τρόπο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.