οχληρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οχληρότητα οι οχληρότητες
      γενική της οχληρότητας των οχληροτήτων
    αιτιατική την οχληρότητα τις οχληρότητες
     κλητική οχληρότητα οχληρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οχληρότητα < οχληρός + -ότητα

Ουσιαστικό

οχληρότητα θηλυκό

Πηγές

  • οχληρότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.