ανέλπιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανέλπιστος | η | ανέλπιστη | το | ανέλπιστο |
| γενική | του | ανέλπιστου | της | ανέλπιστης | του | ανέλπιστου |
| αιτιατική | τον | ανέλπιστο | την | ανέλπιστη | το | ανέλπιστο |
| κλητική | ανέλπιστε | ανέλπιστη | ανέλπιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανέλπιστοι | οι | ανέλπιστες | τα | ανέλπιστα |
| γενική | των | ανέλπιστων | των | ανέλπιστων | των | ανέλπιστων |
| αιτιατική | τους | ανέλπιστους | τις | ανέλπιστες | τα | ανέλπιστα |
| κλητική | ανέλπιστοι | ανέλπιστες | ανέλπιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανέλπιστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνέλπιστος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈnel.pi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νέλ‐πι‐στος
Επίθετο
ανέλπιστος, -η, -ο
- απροσδόκητος, απρόβλεπτος, για κάτι καλό, που δεν τολμούσαμε ούτε να ελπίσουμε
- ↪ ανέλπιστη τύχη
Αναφορές
- ανέλπιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.