ουρανόσταλτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουρανόσταλτος | η | ουρανόσταλτη | το | ουρανόσταλτο |
| γενική | του | ουρανόσταλτου | της | ουρανόσταλτης | του | ουρανόσταλτου |
| αιτιατική | τον | ουρανόσταλτο | την | ουρανόσταλτη | το | ουρανόσταλτο |
| κλητική | ουρανόσταλτε | ουρανόσταλτη | ουρανόσταλτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουρανόσταλτοι | οι | ουρανόσταλτες | τα | ουρανόσταλτα |
| γενική | των | ουρανόσταλτων | των | ουρανόσταλτων | των | ουρανόσταλτων |
| αιτιατική | τους | ουρανόσταλτους | τις | ουρανόσταλτες | τα | ουρανόσταλτα |
| κλητική | ουρανόσταλτοι | ουρανόσταλτες | ουρανόσταλτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /u.ɾaˈno.stal.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρα‐νό‐σταλ‐τος
Επίθετο
ουρανόσταλτος, -η, -ο
- θεόσταλτος, θεόπεμπτος
- ※ Και με όλην την αηδία, που αισθάνθηκε το στόμα της, με όλη την ξυνή φαγούρα που είχε στον φάρυγγα, επίστεψεν αμέσως πως κάτι δροσερό, σαν πηγή θεοχάριστη, κάτι σαν ηδονή ουρανόσταλτη άρχισε με μιας να κυκλοφορή μέσα της (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, 1897, Κεφάλαιο Ε' - Δικαιοσύνη)
- (συνεκδοχικά) ανέλπιστος, απροσδόκητος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ουρανόσταλτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.