θεόσταλτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεόσταλτος | η | θεόσταλτη | το | θεόσταλτο |
| γενική | του | θεόσταλτου | της | θεόσταλτης | του | θεόσταλτου |
| αιτιατική | τον | θεόσταλτο | τη | θεόσταλτη | το | θεόσταλτο |
| κλητική | θεόσταλτε | θεόσταλτη | θεόσταλτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεόσταλτοι | οι | θεόσταλτες | τα | θεόσταλτα |
| γενική | των | θεόσταλτων | των | θεόσταλτων | των | θεόσταλτων |
| αιτιατική | τους | θεόσταλτους | τις | θεόσταλτες | τα | θεόσταλτα |
| κλητική | θεόσταλτοι | θεόσταλτες | θεόσταλτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
θεόσταλτος, -η, -ο
- σταλμένος από το θεό
- ※ Μέσα στον αχυρώνα, όταν την είδεν αγριεμένη και τρελλή από τον φόβο, μία σκέψις σαν αστραπή επέρασε από το πνεύμα του, πως η Κρουστάλλω ήταν χωρίς άλλο θεόσταλτο θύμα της μαγγανευτικής του πονηρίας (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, 1897, Κεφάλαιο Γ' - Τα βότανα)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
θεόσταλτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.