ουρανοξύστης

Νέα ελληνικά (el)

Ουρανοξύστης στο Διεθνές Εμπορικό Κέντρο στο Χονγκ-Κονγκ.
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουρανοξύστης οι ουρανοξύστες
      γενική του ουρανοξύστη των ουρανοξυστών
    αιτιατική τον ουρανοξύστη τους ουρανοξύστες
     κλητική ουρανοξύστη ουρανοξύστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ουρανοξύστης < ουρανός + -ο- + ξύνω + -της, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική skyscraper

Προφορά

ΔΦΑ : /u.ɾa.noˈksi.stis/

Ουσιαστικό

ουρανοξύστης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.