πολυώροφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυώροφος η πολυώροφη το πολυώροφο
      γενική του πολυώροφου της πολυώροφης του πολυώροφου
    αιτιατική τον πολυώροφο την πολυώροφη το πολυώροφο
     κλητική πολυώροφε πολυώροφη πολυώροφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυώροφοι οι πολυώροφες τα πολυώροφα
      γενική των πολυώροφων των πολυώροφων των πολυώροφων
    αιτιατική τους πολυώροφους τις πολυώροφες τα πολυώροφα
     κλητική πολυώροφοι πολυώροφες πολυώροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυώροφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυώροφος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε πολυ- + -ώροφος < όροφος με συνθετική έκταση

Προφορά

ΔΦΑ : /po.liˈo.ɾo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολυώροφος

Επίθετο

πολυώροφος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.