πολυώροφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυώροφος | η | πολυώροφη | το | πολυώροφο |
| γενική | του | πολυώροφου | της | πολυώροφης | του | πολυώροφου |
| αιτιατική | τον | πολυώροφο | την | πολυώροφη | το | πολυώροφο |
| κλητική | πολυώροφε | πολυώροφη | πολυώροφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυώροφοι | οι | πολυώροφες | τα | πολυώροφα |
| γενική | των | πολυώροφων | των | πολυώροφων | των | πολυώροφων |
| αιτιατική | τους | πολυώροφους | τις | πολυώροφες | τα | πολυώροφα |
| κλητική | πολυώροφοι | πολυώροφες | πολυώροφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυώροφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυώροφος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε πολυ- + -ώροφος < όροφος με συνθετική έκταση
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.liˈo.ɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐ώ‐ρο‐φος
Μεταφράσεις
πολυώροφος
|
Αναφορές
- πολυώροφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.