οὐρανός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | οὐρανός | οἱ | οὐρανοί |
| γενική | τοῦ | οὐρανοῦ | τῶν | οὐρανῶν |
| δοτική | τῷ | οὐρανῷ | τοῖς | οὐρανοῖς |
| αιτιατική | τὸν | οὐρανόν | τοὺς | οὐρανούς |
| κλητική ὦ! | οὐρανέ | οὐρανοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οὐρανώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | οὐρανοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οὐρανός < αβέβαιης ετυμολογίας με κρίσιμης σημασίας την ετυμολόγηση των διαλεκτικών τύπων[1][2]
- < θέμα *ϝορσανός με κατάληξη
- είτε τονισμένη ως -ανός (όπως ὀρφανός) από ρίζα *uorsó, όπως σανσκριτικά varṣá ("βροχή")
- είτε ως ουσιαστικού-δράστη με σημασία ο βρέχων, αυτός που υγραίνει και γονιμοποιεί
- είτε (όπως ὄχανον: ξόανον ἔχω: ξέω) από ρηματική ρίζα *uers, όπως σανσκριτικά várṣati ("να βρέχω)
- ή συγγενές με το ρήμα οὐρέω ("υγραίνω, ουρώ")
- κατ' άλλους, συγγενές με την σανσκριτική ρίζα varṣmán ("ύψος") από πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *uers-
- έχει προταθεί και προελληνικό έτυμο
Δεν ευσταθούν
Ουσιαστικό
οὐρανός αρσενικό
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- «ἔστι δὲ οὗτος Οὐρανοῦ ὑός, ὡς λόγος· ἡ δὲ αὖ ἐς τὸ ἄνω ὄψις καλῶς ἔχει τοῦτο τὸ ὄνομα καλεῖσθαι, οὐρανία, ὁρῶσα τὰ ἄνω, ὅθεν δὴ καί φασιν, ὦ Ἑρμόγενες, τὸν καθαρὸν νοῦν παραγίγνεσθαι οἱ μετεωρολόγοι, καὶ τῷ οὐρανῷ ὀρθῶς τὸ ὄνομα κεῖσθαι·» (Πλάτων, Κρατύλος, 396b)
Πηγές
- οὐρανός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οὐρανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.