οστεάλευρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οστεάλευρο | τα | οστεάλευρα |
| γενική | του | οστεάλευρου | των | οστεάλευρων |
| αιτιατική | το | οστεάλευρο | τα | οστεάλευρα |
| κλητική | οστεάλευρο | οστεάλευρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
οστεάλευρο ουδέτερο
- (τεχνολογία τροφίμων) είδος άλευρου, που παράγεται από την άλεση (και λοιπή επεξεργασία) οστών ζώων και χρησιμοποιείται ως λίπασμα ή σαν ζωοτροφή
- ※ Οτιδήποτε τρώμε, γαλακτοκομικά προϊόντα ή το ίδιο το κρέας, μπορεί να είναι ανθυγιεινό, αν τα ζώα από όπου προέρχονται τα ταΐζουμε με ανθυγιεινές τροφές και κυρίως προϊόντα ζωικά (κρεατάλευρα, αιματάλευρα, οστεάλευρα, ζωικά λίπη και προϊόντα πλάσματος αίματος, με τα οποία κατακλύζεται η χώρα μας από το εξωτερικό). Μας τιμωρεί η ίδια η φύση. Ούτε στα ψάρια ούτε στα κοτόπουλα ούτε στους χοίρους πρέπει να δίνονται. (www.tovima.gr, 24.11.2008)
Πηγές
- οστεάλευρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- οστεάλευρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.