αιματάλευρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιματάλευρο τα αιματάλευρα
      γενική του αιματάλευρου των αιματάλευρων
    αιτιατική το αιματάλευρο τα αιματάλευρα
     κλητική αιματάλευρο αιματάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιματάλευρο < (αίμα) αιματ- + άλευρο, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Blutmehl

Προφορά

ΔΦΑ : /e.maˈta.le.vɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιματάλευρο

Ουσιαστικό

αιματάλευρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.