ορθολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθολογικός η ορθολογική το ορθολογικό
      γενική του ορθολογικού της ορθολογικής του ορθολογικού
    αιτιατική τον ορθολογικό την ορθολογική το ορθολογικό
     κλητική ορθολογικέ ορθολογική ορθολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθολογικοί οι ορθολογικές τα ορθολογικά
      γενική των ορθολογικών των ορθολογικών των ορθολογικών
    αιτιατική τους ορθολογικούς τις ορθολογικές τα ορθολογικά
     κλητική ορθολογικοί ορθολογικές ορθολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ορθολογικός < ορθολογ(ισμός) + -ικός[1]  δείτε ορθός, ορθο-, λογικός και λόγος

Προφορά

ΔΦΑ : /oɾ.θo.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορθολογικός

Επίθετο

ορθολογικός-ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.