οπισθοχώρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οπισθοχώρηση | οι | οπισθοχωρήσεις |
| γενική | της | οπισθοχώρησης* | των | οπισθοχωρήσεων |
| αιτιατική | την | οπισθοχώρηση | τις | οπισθοχωρήσεις |
| κλητική | οπισθοχώρηση | οπισθοχωρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, οπισθοχωρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οπισθοχώρηση < οπισθοχωρώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rétrogradation)
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.pi.sθoˈxo.ɾi.si/
Ουσιαστικό
οπισθοχώρηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του οπισθοχωρώ
- (στρατιωτικός όρος) η στρατιωτική (συντεταγμένη) υποχώρηση
- (μεταφορικά) υπαναχώρηση από τις αρχικές απόψεις ή θέσεις
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις οπισθοχωρώ, όπισθεν, πίσω και χώρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.