οπισθοχωρήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
οπισθοχωρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οπισθοχωρώ
- θα οπισθοχωρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οπισθοχωρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
οπισθοχωρήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οπισθοχώρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.