ομόδοξος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομόδοξος | η | ομόδοξη | το | ομόδοξο |
| γενική | του | ομόδοξου | της | ομόδοξης | του | ομόδοξου |
| αιτιατική | τον | ομόδοξο | την | ομόδοξη | το | ομόδοξο |
| κλητική | ομόδοξε | ομόδοξη | ομόδοξο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομόδοξοι | οι | ομόδοξες | τα | ομόδοξα |
| γενική | των | ομόδοξων | των | ομόδοξων | των | ομόδοξων |
| αιτιατική | τους | ομόδοξους | τις | ομόδοξες | τα | ομόδοξα |
| κλητική | ομόδοξοι | ομόδοξες | ομόδοξα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ομόδοξος, -η, -ο
- αυτός που ακολουθεί ίδιο δόγμα γενικά, θρησκευτικό, πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό κ.λπ.
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ομόδοξος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.