ομόγραφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομόγραφος | η | ομόγραφη | το | ομόγραφο |
| γενική | του | ομόγραφου | της | ομόγραφης | του | ομόγραφου |
| αιτιατική | τον | ομόγραφο | την | ομόγραφη | το | ομόγραφο |
| κλητική | ομόγραφε | ομόγραφη | ομόγραφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομόγραφοι | οι | ομόγραφες | τα | ομόγραφα |
| γενική | των | ομόγραφων | των | ομόγραφων | των | ομόγραφων |
| αιτιατική | τους | ομόγραφους | τις | ομόγραφες | τα | ομόγραφα |
| κλητική | ομόγραφοι | ομόγραφες | ομόγραφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομόγραφος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ομόγραφος, -η, -ο
- που γράφεται με τον ίδιο τρόπο (προς κάποιον άλλον)
- (γραμματική) ομόγραφα ή ομόγραφες λέξεις ονομάζονται οι λέξεις που γράφονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, έχουν όμως διαφορετική σημασία
- θησαυρός, το κτήριο, το λεξικό ή τα πλούτη
- κόλπος στη γεωγραφία και στην ανατομία
- καρπός του δέντρου ή του χεριού
- μόσχος, το μοσχάρι ή η οσμή
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ομόγραφος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.