ομόλογο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ομόλογο τα ομόλογα
      γενική του ομόλογου
& ομολόγου
των ομόλογων
& ομολόγων
    αιτιατική το ομόλογο τα ομόλογα
     κλητική ομόλογο ομόλογα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομόλογο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ομόλογο ουδέτερο

  • τίτλος που αντιστοιχεί σε τμήμα ενός δανείου και με τον οποίο ο εκδότης του (ο οφειλέτης) αναγνωρίζει την υποχρέωση να πληρώσει στον κάτοχό του το αναγραφόμενο χρηματικό ποσό στο σύνολό του κατά τη λήξη του

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • ομολογοποίηση

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ομόλογο

  1. αιτιατική ενικού του ομόλογος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ομόλογος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.