ομολογητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομολογητής οι ομολογητές
      γενική του ομολογητή των ομολογητών
    αιτιατική τον ομολογητή τους ομολογητές
     κλητική ομολογητή ομολογητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομολογητής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ομολογητής αρσενικό

  1. αυτός που παρά τα μαρτύρια στα οποία υποβλήθηκε παρέμεινε σταθερός στην ομολογία της χριστιανικής του πίστης
    Ο Μάξιμος ο Ομολογητής εξορίστηκε από τον αυτοκράτορα Κώνστα τον Β΄ γιατί εναντιώθηκε στον Μονοθελητισμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.