ομολογιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομολογιακός | η | ομολογιακή | το | ομολογιακό |
| γενική | του | ομολογιακού | της | ομολογιακής | του | ομολογιακού |
| αιτιατική | τον | ομολογιακό | την | ομολογιακή | το | ομολογιακό |
| κλητική | ομολογιακέ | ομολογιακή | ομολογιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομολογιακοί | οι | ομολογιακές | τα | ομολογιακά |
| γενική | των | ομολογιακών | των | ομολογιακών | των | ομολογιακών |
| αιτιατική | τους | ομολογιακούς | τις | ομολογιακές | τα | ομολογιακά |
| κλητική | ομολογιακοί | ομολογιακές | ομολογιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομολογιακός < ομολογία + -κος
Προφορά
Επίθετο
ομολογιακός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
ομολογιακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.