ομοιογενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομοιογενής | η | ομοιογενής | το | ομοιογενές |
| γενική | του | ομοιογενούς* | της | ομοιογενούς | του | ομοιογενούς |
| αιτιατική | τον | ομοιογενή | την | ομοιογενή | το | ομοιογενές |
| κλητική | ομοιογενή(ς) | ομοιογενής | ομοιογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομοιογενείς | οι | ομοιογενείς | τα | ομοιογενή |
| γενική | των | ομοιογενών | των | ομοιογενών | των | ομοιογενών |
| αιτιατική | τους | ομοιογενείς | τις | ομοιογενείς | τα | ομοιογενή |
| κλητική | ομοιογενείς | ομοιογενείς | ομοιογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομοιογενής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμοιογενής (συγγενικού γένους) < ὅμοιος + γένος),(σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική homogène). Μορφολογικά αναλύεται σε ομοιο- + -γενής. [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.mi.o.ʝeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μοι‐ο‐γε‐νής
Συγγενικά
- ανομοιογένεια
- ανομοιογενής
- ομοιογένεια
- → δείτε τις λέξεις όμοιος και γίνομαι
Αναφορές
- ομοιογενής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.