ομοιογενής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοιογενής η ομοιογενής το ομοιογενές
      γενική του ομοιογενούς* της ομοιογενούς του ομοιογενούς
    αιτιατική τον ομοιογενή την ομοιογενή το ομοιογενές
     κλητική ομοιογενή(ς) ομοιογενής ομοιογενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοιογενείς οι ομοιογενείς τα ομοιογενή
      γενική των ομοιογενών των ομοιογενών των ομοιογενών
    αιτιατική τους ομοιογενείς τις ομοιογενείς τα ομοιογενή
     κλητική ομοιογενείς ομοιογενείς ομοιογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομοιογενής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμοιογενής (συγγενικού γένους) < ὅμοιος + γένος),(σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική homogène). Μορφολογικά αναλύεται σε ομοιο- + -γενής. [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /o.mi.o.ʝeˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ομοιογενής

Επίθετο

ομοιογενής, -ής, -ές

  1. που ανήκει στο ίδιο γένος
  2. που περιλαμβάνει όμοια στοιχεία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.