ομοιο-
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ομοιο-
<
όμοιος
Πρόθημα
ομοιο-
πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν ότι κάτι
μοιάζει
με κάτι άλλο
Σύνθετα
ομοιό
βαθμος
ομοιο
γενής
ομοιό
θερμος
ομοιο
κατάληκτος
ομοιό
μορφος
ομοιο
παθής
ομοιο
παθητικός
ομοιο
πολικός
ομοιό
πτωτος
ομοιο
στασία
ομοιο
τέλευτος
ομοιό
χρωμος
Μεταφράσεις
ομοιο-
γαλλικά
:
homéo-
(fr)
,
homo-
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.