ομοιογένεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοιογένεια οι ομοιογένειες
      γενική της ομοιογένειας των ομοιογενειών
    αιτιατική την ομοιογένεια τις ομοιογένειες
     κλητική ομοιογένεια ομοιογένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομοιογένεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁμοιογένεια (ομοιότητα φυλής, είδους) < αρχαία ελληνική ὁμοιογενής (< ὅμοιος + γένος), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική homogénéité με τροπή του ομο- (homo-) σε ομοιο- + -γένεια. [1]

Ουσιαστικό

ομοιογένεια θηλυκό

  • η ιδιότητα ενός συνόλου ή μείγματος να είναι ομοιογενές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.