ὁμιλητής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὁμιλητής οἱ ὁμιληταί
      γενική τοῦ ὁμιλητοῦ τῶν ὁμιλητῶν
      δοτική τῷ ὁμιλητ τοῖς ὁμιληταῖς
    αιτιατική τὸν ὁμιλητήν τοὺς ὁμιλητᾱ́ς
     κλητική ! ὁμιλητᾰ́ ὁμιληταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁμιλητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ὁμιληταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὁμιλητής < ὁμιλέω + -τής

Ουσιαστικό

ὁμιλητής αρσενικό

  1. (εκπαίδευση) μαθητής, σπουδαστής
  2. (ελληνιστική σημασία) που έχει εμπειρία κάποιου πράγματος, που γνωρίζει κάτι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.