ετερόφωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ετερόφωτος | η | ετερόφωτη | το | ετερόφωτο |
| γενική | του | ετερόφωτου | της | ετερόφωτης | του | ετερόφωτου |
| αιτιατική | τον | ετερόφωτο | την | ετερόφωτη | το | ετερόφωτο |
| κλητική | ετερόφωτε | ετερόφωτη | ετερόφωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ετερόφωτοι | οι | ετερόφωτες | τα | ετερόφωτα |
| γενική | των | ετερόφωτων | των | ετερόφωτων | των | ετερόφωτων |
| αιτιατική | τους | ετερόφωτους | τις | ετερόφωτες | τα | ετερόφωτα |
| κλητική | ετερόφωτοι | ετερόφωτες | ετερόφωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ετερόφωτος
- που δεν ακτινοβολεί από μόνος του, αλλά φωτίζεται από το φως κάποιου άλλου
- (μεταφορικά) που δεν έχει δική του διαμορφωμένη άποψη ή κρίση, αλλά δέχεται επιδράσεις από άλλους
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ετερόφωτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.