ετερόφωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερόφωτος η ετερόφωτη το ετερόφωτο
      γενική του ετερόφωτου της ετερόφωτης του ετερόφωτου
    αιτιατική τον ετερόφωτο την ετερόφωτη το ετερόφωτο
     κλητική ετερόφωτε ετερόφωτη ετερόφωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερόφωτοι οι ετερόφωτες τα ετερόφωτα
      γενική των ετερόφωτων των ετερόφωτων των ετερόφωτων
    αιτιατική τους ετερόφωτους τις ετερόφωτες τα ετερόφωτα
     κλητική ετερόφωτοι ετερόφωτες ετερόφωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετερόφωτος < ετερο- + φως (γενική: φωτός) + -ος

Επίθετο

ετερόφωτος

  1. που δεν ακτινοβολεί από μόνος του, αλλά φωτίζεται από το φως κάποιου άλλου
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει δική του διαμορφωμένη άποψη ή κρίση, αλλά δέχεται επιδράσεις από άλλους

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.