αχνόφωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχνόφωτος η αχνόφωτη το αχνόφωτο
      γενική του αχνόφωτου της αχνόφωτης του αχνόφωτου
    αιτιατική τον αχνόφωτο την αχνόφωτη το αχνόφωτο
     κλητική αχνόφωτε αχνόφωτη αχνόφωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχνόφωτοι οι αχνόφωτες τα αχνόφωτα
      γενική των αχνόφωτων των αχνόφωτων των αχνόφωτων
    αιτιατική τους αχνόφωτους τις αχνόφωτες τα αχνόφωτα
     κλητική αχνόφωτοι αχνόφωτες αχνόφωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αχνόφωτος < αχνός + -ο- + φως + -τος

Επίθετο

αχνόφωτος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.